-
1 νέω
νέω (ΝΥ) fut. νεύσομαι u. νευσοῦμαι, aor. ἔνευσα, schwimmen; Hom., der nur praes. u. imperf. hat, Od. 4, 344. 442, impf. ἔννεον Il. 21, 11; νέομεν πρὸς ἀκτάν, Pind. frg. 239; Her. 8, 89; Thuc. 7, 30; ἡ τοῦ νεῖν ἐπιστήμη, Plat. Gorg. 51 lc; ἐξ ὑπτίας νέων, Rep. VII, 529 c; ἡμῖν νευστέον, V, 453 d; auch Sp., doch ist νήχομαι gewöhnlicher. – Komisch sagt Ar. Equ. 321 νεῖν ἐν ταῖς ἐμβάσιν, in den Schuhen schwimmen, d. i. in den Schuhen, die zu weit sind, schlottern.
-
2 νέω
νέω, schwimmen. Komisch, νεῖν ἐν ταῖς ἐμβάσιν, in den Schuhen schwimmen, d. i. in den Schuhen, die zu weit sind, schlottern--------------------------------νέω, νήσω, spinnen; νεῖ νήματα, von den Spinnen; ἅσσα οἱ νήσαντο Κατακλῶϑες, so viel ihm die Parzen spannen, d. i. verhängten--------------------------------νέω, νήσω, anhäufen, auf einen Haufen zusammentragen; so πυρὴν νῆσαι, einen Scheiterhaufen aufschichten--------------------------------
См. также в других словарях:
νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… … Dictionary of Greek